Σημείωση δική μας : Το παρακάτω κείμενο παρότι δεν συμφωνούμε σε όλα περιέχει ιδιαίτερα γόνιμους προβληματισμούς πάνω στο μεταναστευτικό. Αποδομεί το ιδεολόγημα του ανθρωπισμού δείχνοντας ότι πίσω από αυτό κρύβεται η στρατηγική προσέλκυσης φθηνού εργατικού δυναμικού του μεγάλου κεφαλαίου. Αντιλαμβάνεται ότι η μετανάστευση δεν έχει διόλου τις θετικές συνέπειες που τις αποδίδουν οι ''αριστεροί'' οπαδοί των ανοικτών συνόρων ενώ έχει τις ευλογίες όλων των κορυφαίων εκπρόσωπων του γερμανικού κεφαλαίου. Ο συγγραφέας έχει σπάσει πολλά στεγανά της κατεστημένης σκέψης και έχει διανύσει σημαντική απόσταση, εκεί που ακόμα υπολείπεται είναι στο ποιά θέση πρέπει να πάρει το εργατικό κίνημα απέναντι στο ζήτημα. Οι υπογραμμίσεις στο κείμενο δικές μας.
Η φυγή
μεταναστών από την Ανατολή προς τη Δύση ,και συγκεκριμένα προς τη δυτική
Ευρώπη, προκάλεσε την έναυση ενός κύκλου συζητήσεων σχετικά με το ρόλο
που καλούνται να παίξουν τα έθνη/ κράτη της Ευρώπης μπροστά σε ένα τέτοιο
πρόβλημα.
Η
Ευρώπη καλείται να τοποθετηθεί σε σχέση με τις ολοένα και αυξανόμενες
μεταναστευτικές ροές, που ,ειδικά μετά τον πόλεμο στη Συρία και το Ιρακ ,έγιναν
ακόμα πιο μαζικές . Το ερώτημα που ανακύπτει, είναι το πως πρέπει να
συμπεριφερθεί ο ευρωπαϊκός κόσμος .Τί πρέπει να κάνει; Σε μια τέτοια κατάσταση,
δύο επιλογές φαίνεται να προκύπτουν για την Ευρώπη : Είτε θα αποτρέψει κάθε
είσοδο μεταναστών στο έδαφός της (αυτό μπορεί να το πετύχει με το
να δυσκολέψει σε τέτοιο βαθμό τη νομιμοποίηση των μεταναστών ,ώστε θα την καταστήσει σχεδόν απαγορευτική), είτε θα αντιμετωπίσει τις
μεταναστευτικές ροές με χαλάρωση του ελέγχου των συνόρων και εντατικοποίηση της
διαδικασίας αφομοίωσής τους.
Yπερ
της πρώτης επιλογής, είναι εμφανές ότι τάσσονται οι συντηρητικοί πολίτες της
Ευρώπης, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι μια ανεξέλεγκτη είσοδο μεταναστών στην
Ευρώπη, (ειδικά από την Ανατολή ) θα αλλοιώσει τον πολιτιστικό, φυλετικό
και κοινωνικό χαρακτήρα της Γηραιάς ηπείρου. Αντίθετα, υπέρ της αποδοχής των μεταναστών
φαίνεται ότι βρίσκονται πολλοί Ευρωπαίοι που υποστηρίζουν ότι μια από τις
βασικές και θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ο ανθρωπισμός. Οι
κοινωνοί της ιδέας του ευρω-ανθρωπισμού, υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι που
προσπαθούν να εισέλθουν στην Ευρώπη είναι άνθρωποι καταπιεσμένοι από
καθυστερημένα -ανορθολογικά καθεστώτα ,και ως εκ τούτου, οι Ευρωπαίοι είναι
υποχρεωμένοι ,σύμφωνα με τους κώδικες του ανθρωπισμού ,να τους προσφέρουν
βοήθεια .
Οι
Ευρω-ανθρωπιστές, πιστεύουν ότι πρέπει να δείξουν στην πράξη την
αξία του ευρωανθρωπισμού, προσφέροντάς στους μετανάστες τη
βοήθεια που εκείνοι χρειάζονται. Πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτό,
λειτουργώντας δηλαδή η ίδια η Ευρώπη ως παράδειγμα, θα οδηγήσουν τους μετανάστες στην »πολιτιστική τους απελευθέρωση» από τον
ανορθολογισμό από τον οποίο είναι φορείς και »πάσχουν» και τελικά
θα επιτευχθεί η αποδοχή εκ μέρους τους της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Έτσι,
υποστηρίζουν ότι ο ευρωανθρωπισμός θα προκαλέσει, όχι την αλλοίωση της Ευρώπης
(όπως φοβούνται οι Ευρωπαίοι ακροδεξιοί), αλλά την ανάδειξή της σε
περιφερειακή πολιτιστική δύναμη ( και κατ’επέκταση όχι μόνο πολιτιστική).
Στο
σημείο αυτό, αρχίσουν τα ερωτήματα. Είναι ο ανθρωπισμός η απάντηση στα
προβλήματα των μεταναστών; Είναι πράγματι ο ανθρωπισμός η αιτία που τα
ευρωπαϊκά κράτη (και ειδικά η Γερμανία) δέχθηκαν τους μετανάστες; Το
πρόβλημα είναι ότι οι οπαδοί του Ευρωανθρωπισμού (άθελά τους τις
περισσότερες φορές) αναπαράγουν τα αίτια που προκαλούν τον ξεριζωμό αυτών των
ανθρώπων.Ο εκθειαζόμενος ευρωπαϊκός πολιτισμός ,που δήθεν »τοποθετεί τον
άνθρωπο πάνω από τα κέρδη», βυθίζει σε μια φαινομενικότητα -αυταπάτη τους
ανθρώπους, που με καλή πρόθεση προσπαθούν να σταθούν αλληλέγγυοι με τους
μετανάστες, καθιστώντας τους όμως ταυτόχρονα ανίκανους να αντιμετωπίσουν
τα πραγματικά αίτια ξεριζωμού των ανθρώπων αυτών.
Οι
ευρωανθρωπιστές, έχουν ιδεολογικά αναγάγει την Ευρώπη σε μητέρα του
πολιτισμού- ανθρωπισμού, που εξ ορισμού δεν ευθύνεται (όπως π.χ κατηγορούνται
οι Η.Π.Α) για τους παγκόσμιους πολέμους. Μια τέτοια αντίληψη των
πραγμάτων αποσυνδέει την πολιτική των ευρωπαϊκών εθνών/κρατών από την
υπεράσπιση συγκεκριμένων οικονομικών- ταξικών συμφερόντων, και την μετατρέπει
σε απότοκο ενός υποτίθεται »αιώνιου πολιτισμού» που δεν ευθύνεται για τους
πολέμους και τη φτώχεια στον υπόλοιπο πλανήτη. Με τον τρόπο αυτό,
αποενοχοποιείται το ίδιο το σύστημα που παράγει φτώχεια και πολέμους ,και
καλλιεργείται η εντύπωση ότι ο ανθρωπισμός μπορεί να διαχειριστεί τον
καπιταλισμό κάνοντάς τον πιο »ανθρώπινο» . Έτσι, αναπαράγεται το ίδιο το
σύστημα που γεννά τη μετανάστευση.
Το
γεγονός ότι ο ανθρωπισμός δίνει άλλοθι πολλές φορές στον καπιταλισμό και στον
ιμπεριαλισμό, δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση. Μη ξεχνάμε άλλωστε, ότι ο
αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, στηρίζεται ιδεολογικά από τους υπερασπιστές του ,
με τον μανδύα του »απελευθερωτή των λαών του κόσμου». Έτσι, για
παράδειγμα, η Γερμανία, που είχε πρωτοστατήσει στην διαδικασία
απομάκρυνσης του Άσαντ για καθαρά δικά της ιμπεριαλιστικά συμφέροντα (επέμβαση
που έγινε δεκτή από τους ευρωανθρωπιστές ως απελευθερωτική πράξη) ,εμφανίζεται,
και γίνεται αντιληπτή από τους ευρωανθρωπιστές, ως το »ανθρωπιστικό ευρωπαϊκό
κράτος που βρίσκεται στο πλευρό των προσφύγων»(δεν έχει περάσει πολύ καιρός από
τον Αύγουστο του 2012, όπου ο Γερμανός υπ.εξ. Γκίντο Βεστερβέλε, εν όψει της
προεδρίας της Γερμανίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε, ζητούσε την πλήρη
απομόνωση του Άσαντ, και την επιβολή εμπάργκο στο καθεστώς,ευννοώντας με τον
τρόπο αυτό τους Τζιχαντιστές) .
Στο
κείμενο αυτό, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι η Ε.Ε και συγκεκριμένα η
Γερμανία (που φέρουν τεράστιες ευθύνες για τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία
αφού προσπάθησαν να επέμβουν ιμπεριαλιστικά) δέχονται τους μετανάστες ,όχι για
»ανθρωπιστικούς λόγους», αλλά γιατί η ίδια η αποδοχή των μεταναστατών,
είναι ενταγμένη στα σχέδια της γερμανικής αστικής τάξης, για αναδιάρθρωση του
γερμανικού καπιταλισμού .
Η
Γερμανία.
Η
αποδοχή του μεγαλύτερου μέρους των μεταναστών από το γερμανικό κράτος ,ύστερα
από εντολή της Καγκελαρίου Άγκελα Μερκελ να ανοίξουν τα γερμανικά σύνορα ,
έδωσε σε πολλούς υπέρμαχους του ευρωανθρωπισμού ,το επιχείρημα ότι η χώρα αυτή
(σε αντίθεση με τις »καθυστερημένες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες’‘ όπως π.χ η
Ουγγαρία) υπηρετεί επάξια της »ευρωπαϊκές αξίες». Καθόλου τυχαία,
η ίδια η γερμανίδα Καγκελάριος δικαιολόγησε την πράξη της αυτή, ανάγοντάς την
στις αρχές του ανθρωπισμού: ''εάν η Ευρώπη αποτύχει στο θέμα των προσφύγων, ο στενός της σύνδεσμος με τα ατομικά δικαιώματα θα έχει διαρραγεί''
Όμως,
όπως είπαμε και πριν, η αναφορά στις »ανθρωπιστικές αξίες» από χείλη ανθρώπων
που είναι εκφραστές ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, μόνο εφησυχασμό δεν πρέπει να
μας προκαλεί. Είναι παραπάνω από βέβαιο (παρά τις όποιες καλές προθέσεις των
ανθρωπιστικών οργανώσεων) ότι η αποδοχή των μεταναστών από το γερμανικό κράτος
εφόσον είναι ενταγμένη στα στενά συμφέροντα της γερμανικής αστικής τάξης, θα λειτουργήσει μακροπρόθεσμα αρνητικά, τόσο για τον γερμανικό λαό,
όσο και για τους μετανάστες.
Στο
σημείο αυτό ανακύπτει το βασικό ερώτημα: γιατί η γερμανική αστική τάξη
καθοδήγησε το πολιτικό προσωπικό της Γερμανίας έτσι ώστε να επιτρέψει τη
μαζική είσοδο των μεταναστών; Τί συμφέροντα αποσκοπεί μια τέτοια πράξη, όταν
μάλιστα προκάλεσε την πτώση της δημοτικότητας της Καγκελαρίου, η οποία μέχρι
στιγμής ήταν ο ιδανικός εκφραστής του ιδεολογήματος της »οργανωμένης
λειτουργίας» του γερμανικού καπιταλισμού; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά,
βρίσκεται στα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο γερμανικός καπιταλισμός
:στη μείωση του ντόπιου πληθυσμού, και το ξέσπασμα της καπιταλιστικής
κρίσης. Προβλήματα, που στην περίπτωση που η Γερμανία θελήσει να αναλάβει
αναβαθμισμένο ρόλο ιμπεριαλιστικής περιφερειακής δύναμης , θα πρέπει να λύσει
άμεσα.
α)Μείωση
πληθυσμού.
Έχουν
γραφτεί άπειρα άρθρα ,μελέτες, βιβλία με σκοπό να εξηγήσουν το φαινόμενο
της τάσης μείωσης πληθυσμού που παρατηρείται στις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες
χώρες.Οι σύγχρονες κοινωνίες του νεωτερικού κόσμου, δείχνουν μια εγκράτεια στην
παραγωγή παιδιών, και το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του μέσου
όρου διαβίωσης, καθιστά τις ανεπτυγμένες κοινωνίες γερασμένες και στάσιμες. Αν
και οι επιστήμονες δεν έχουν καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για το ποιός
είναι ο λόγος που οδηγεί τους ανθρώπους στον πρώτο κόσμο να
κάνουν ένα ,το πολύ δύο παιδιά, το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για ένα γενικό
κοινωνικό φαινόμενο του νεωτερικού κόσμου ,άμεσα συνεδεμένου με την
καπιταλιστική ολοκλήρωση.
Είναι
σίγουρο ότι η ελλάτωση των τεκνοποιήσεων είχε αίτια σε μεγάλο βαθμό την αλλαγή
παραγωγικού παραδείγματος: »Αλλα οι νέες μέθοδοι ελέγχου των γεννήσεων,
οφείλονταν κατά πάσα πιθανότητα και στις αλλαγές που είχαν ως αποτέλεσμα αυτήν
την περίοδο, τα παιδιά να αποτελούν όλο και μεγαλύτερο βάρος για τους γονείς,
καθώς πήγαιναν στο σχολείο ή ήταν μαθητευόμενοι για συνεχώς μεγαλύτερα
διαστήματα , κατά τα οποία παρέμεναν οικονομικά εξαρτημένα. Οι απαγορεύσεις της
παιδικής εργασίας και η προϊούσα σύνδεση των θέσεων εργασίας με τα αστικά
κέντρα μείωναν ή καταργούσαν εντελώς την περιορισμένη οικονομική αξία που είχαν
τα παιδιά για τους γονείς, όπως για παράδειγμα στα αγροκτήματα όπου βοηθούσαν
σε διάφορες δουλειές.» (Έρικ Χόμπσμπάουμ, Η Εποχή των Αυτοκρατοριών
1875-1914, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σελ.302).
Ο
σύγχρονος άνθρωπος του ολοκληρωμένου καπιταλισμού, έχει μια θεώρηση για τα
παιδιά και την οικογένεια ,τελείως διαφορετική από αυτήν που είχε ο άνθρωπος
των προνεωτερικών χρόνων.Στο σύγχρονο κόσμο, το παιδί δεν θεωρείται ως ένας εν
δυνάμει βοηθός στις δουλειές της οικογένειας, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι, σε
συνθήκες ολοκλήρωσης της πρωταρχικής συσσώρευσης του καπιταλισμού , εργάζονται
για λογαριασμό των ανθρώπων που κατέχουν το κεφάλαιο, και όχι σε μια
οικογενειακή παραγωγική μονάδα (η εξέλιξη αυτή προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό και
τον αναβαθμισμένο ρόλο της γυναίκας, αφού στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες ,η
γυναίκα θεωρούταν βάρος γιατί δεν μπορούσε να εργαστεί στα χωράφια ή να
κάνει βαριές δουλειές όπως ο άντρας. Η προίκα που έπρεπε να δώσει μια γυναίκα
στον άντρα αντιστάθμιζε αυτό το »μειονέκτημα» της γυναίκας) .Συνεπώς, το παιδί
έχει πάψει πλέον να θεωρείται ένα παραπάνω »χέρι βοηθείας» όπως θεωρούταν στις
αγροτικές – προκαπιταλιστικές κοινωνίες.
Επιπλέον,
ακόμα και στις οικογενειακές οικονομικές μονάδες που επιβιώνουν στον
καπιταλισμό (π.χ εμπορικά οικογενειακά μαγαζιά, ή ένα αγρόκτημα κ.α) η
τεχνολογική ανάπτυξη και η ανάπτυξη της ιατρικής (που έχει μειώσει στο ελάχιστο
την παιδική θνησιμότητα), έχει κάνει περιττή την ύπαρξη πολλών εργατικών χεριών
.
Όλα τα
παραπάνω, έρχονται να προστεθούν στο γεγονός ότι οι σύγχρονες κοινωνίες
θεωρούν ως βάση της οργάνωσής τους το άτομο (είδαμε πως η Καγκελάριος μίλησε
για »ατομικά δικαιώματα») .Η εύρυθμη λειτουργία μιας κοινωνίας δεν εξαρτάται
από τις ισορροπημένες δυνάμεις πολυάριθμων οικογενειών (οικογένειες που πολλές
φορές αφορούσαν ολόκληρα χωριά) όπως γινόταν στα προκαπιταλιστικά χρόνια ,αλλά
εξαρτάται από την εναρμονισμένη σχέση ανάμεσα στο άτομο και το κράτος.
Στις
σύγχρονες αστικές πολυάριθμες κοινωνίες ,που όλοι είναι ξένοι μεταξύ τους, το
κράτος (και όχι η οικογένεια) αναλαμβάνει το ρόλο του επιθεωρητή της αρμονικής
λειτουργίας των κοινωνιών. Οι σύγχρονες φιλελεύθερες -καπιταλιστικά
ολοκληρωμένες- κοινωνίες, δεν θεωρούν την δημιουργία μιας οικογένειας ως ένα
κοινωνικό γεγονός , αλλά ως ένα ατομικό δικαίωμα.Η οικογένεια στον ανεπτυγμένο
κόσμο απαξιώνεται όλο και περισσότερο και στη θέση της μπαίνει το άτομο. Έτσι,
αν μέχρι και λίγα χρόνια πριν ακούγαμε κάποιους να λένε ότι »σκοπός του
ανθρώπου είναι η δημιουργία οικογένειας και η αύξηση του πληθυσμού »,
σήμερα ακούμε όλο και πιο συχνά να λέγεται ότι η οικογένεια είναι »ατομικό δικαίωμα».
Η
αντίληψη των προκαπιταλιστικών χρόνων, ότι η γέννηση ενός παιδιού και
γενικότερα η αύξηση του πληθυσμού είναι ευλογία για την κοινωνία,πράγμα που
οδηγούσε πολλές φορές στο γεγονός να εκλαμβάνεται η ανατροφή ενός παιδιού
ως κάτι που αφορά ολόκληρη την κοινωνία (είναι χαρακτηριστικό ότι σε
πολλές πρωτόγονες κοινωνίες κανείς δεν γνώριζε τους γονείς του), έχει
αντικατασταθεί στις καπιταλιστικές συνθήκες από την αντίληψη ότι κάθε
άτομο έχει δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στον απόγονό του και συνεπώς έχει
κάθε δικαίωμα να επενδύσει πάνω του κάθε προσδοκία (το πρόβλημα με την έκτρωση
στις εξατομικευμένες κοινωνίες , δεν είναι τόσο το ηθικό κομμάτι, όσο το
γεγονός ότι ο άνθρωπος που προβαίνει σε αυτήν , θεωρεί ότι το παιδί του
ανήκει). Το παιδί, στη σύγχρονη εξατομικευμένη (και κατ’ επέκταση ανταγωνιστική
) κοινωνία ,δεν θεωρείται κεφάλαιο εργασίας και ένα παραπάνω χέρι βοηθείας στη
κοινότητα , αλλά κεφάλαιο ατομικών προσδοκιών των γονιών του.
Αν στα
προκαπιταλιστικά χρόνια ο αρχηγός μιας οικογένειας έδειχνε τη δύναμή του (ή την
κοινωνική του καταξίωση) μέσα από έναν πολυάριθμο οικογενειακό πληθυσμό
στρατιωτών και εργατών (είναι γνωστή τα παλαιότερα χρόνια η περήφανη
αυτοπαρουσιάση κάποιων ανθρώπων ως συγγενείς της ‘‘οικογένειας τάδε») ,στα
σύγχρονα χρόνια, το άτομο μπορεί να επιδείξει την ικανότητά του μέσα από την
υψηλή ιεραρχική θέση που κατέχει ο απόγονός του στην καπιταλιστική οργάνωση της
κοινωνίας.Έτσι, όσο κυνικό και αν ακούγεται αυτό, στις νεωτερικές κοινωνίες ,οι
γονείς προτιμούν να κάνουν »ένα ,αλλά καλό», παρά να κάνουν πολλά παιδιά
,τα οποία θα αποκτήσουν μοιρασμένες (άρα μειωμένες) ευκαιρίες για μόρφωση
,υγεία και εμπειρίες που θα εκμεταλλευτούν για μια οικονομικοκοινωνική
ανέλιξη. Άλλωστε, ο καπιταλισμός προσφέρει ευκαιρίες
για οικονομικοκοινωνική ανέλιξη (ή έστω το όνειρο για αυτή) ,
πράγμα που στα προκαπιταλιστικά χρόνια ήταν απαγορευμένο.Και αν κάποιος δεν
καταφέρει να ανελιχθεί, πάντα μπορεί να ελπίζει (και να επενδύει) για τον
απόγονό του.
Έτσι,
αν στα προκαπιταλιστικά χρόνια μια οικογένεια θεωρούνταν (και πραγματικά ήταν)
πετυχημένη αν ήταν πολυάριθμη , σήμερα αρκεί ένα ή δύο παιδιά για να κάνουν
περήφανους τους γονείς.Αν στα προκαπιταλιστικά χρόνια μια οικογένεια όσα
περισσότερα χέρια είχε, τόσο περισσότερα παρήγαγε και τόσο περισσότερο προστάτευε
τον εαυτό της, σήμερα συμβαίνει το ανάποδο: όσο λιγότερα παιδιά , τόσο
περισσότερες ευκαιρίες για ανέλιξη αυτά έχουν.Οι σημερινοί γονείς ξοδεύουν
πολλά χρήματα για την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών τους, ούτως ώστε
να μπορούν να επενδύσουν επάνω τους τις προσδοκίες τους.Υπό αυτήν την έννοια,
ένα ή το πολύ δύο παιδιά, φτάνουν και περισσεύουν.
Κάτω
από αυτήν την αντίληψη για την οικογένεια και τα παιδιά, το σύγχρονο άτομο δεν
υποχρεούται να κάνει οικογένεια ώστε να αποκτήσει ένα παιδί. Είναι ολοένα και
αυξημένος ο αριθμός των ανθρώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν μόνοι τους κάποιο
απόγονο τον οποίο θα »πλάσουν» και θα αναθρέψουν με τέτοιο τρόπο ώστε να
ικανοποιήσει τις ατομικές προσδοκίες τους, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να
μοιραστούν την ανατροφή αυτή με κάποιον άλλο, που θα επιδιώξει από την μεριά
του την εκπλήρωση των δικών του επιδιώξεων.Σε αυτές τις συνθήκες ένα παιδί
αρκεί.
Οι
νεωτερικές κοινωνίες θεωρούν απόλυτα φυσιολογικό να υπάρχουν μονογονεϊκές
οικογένειες , όχι ως αποτέλεσμα μιας δυσάρεστης κατάστασης, αλλά ως επιλογή
ενός ανθρώπου ,που πιστεύει ότι το να αποκτήσει απόγονο είναι ατομικό του
δικαίωμα (όπως θεωρείται ατομικό δικαίωμα οι επενδύσείς και η κατοχή μέσων
παραγωγής) .Στο ίδιο κλίμα σκέψης κινούνται και τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια τα
οποία αρκούνται στην υιοθεσία ενός ή δύο παιδιών.
Καθόλου τυχαία, ομοφυλόφιλα
ζευγάρια, μονογονεϊκές οικογένειες, διαζευγμένοι, μπορούν, κάτω από αυτό το
πρίσμα να αποκτήσουν τον πολυπόθητο απόγονό τους, χωρίς να »δίνουν λογαριασμό»
στην υπόλοιπη κοινωνία για τον τρόπο που απέκτησαν και ανέθρεψαν το παιδί τους
(άλλωστε, σύμφωνα με τους φιλελεύθερους οπαδούς του ατομικισμού, δεν υπάρχει
κοινωνία ,αλλά άτομα που μπορούν να ακολουθήσουν την ατομική τους ηθική). Οι
καπιταλιστικά ανεπτυγμένες φιλελεύθερες κοινωνίες, ενθαρρύνουν την απόκτηση
απογόνων από τις παραπάνω ομάδες.
Αφού η
απόκτηση παιδιού εντάσεται στις προσπάθειες επένδυσης ατομικών προσδοκιών, τότε
ο τρόπος αναπαραγωγής μπορεί να γίνει ένα τεχνικό αποτέλεσμα (αρεστό στον
υποψήφιο γονέα) και όχι προϊόν κοινωνικής σύνδεσης. Στη σύγχρονη κοινωνία που
τοποθετεί το άτομο ως υπέρτατη αξία της , η απόκτηση απογόνου αποσυνδέεται από
τις κοινωνικές ευθύνες που προκύπτουν από την ένωση δύο ανθρώπων. Οι νεωτερικές
κοινωνίες απαξιώνουν τη βαθύτερη σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα ,αφού για να
υπάρξει μια τέτοια σχέση πρέπει το άτομο να πάψει να προβάλλει το Εγώ του. Ένα
Εγώ, το οποίο οι εξατομικευμένες κοινωνίες έχουν φροντίσει να φουσκώσουν τόσο
πολύ, ώστε δεν χωρά άλλος (είναι ενδεικτικό ότι όταν ρωτούνται ζευγάρια που
άντεξαν στον χρόνο και απέκτησαν πολλά παιδιά ποιο είναι το »μυστικό της
επιτυχίας τους», η απάντηση είναι »η βαθμιαία υποχώρηση του εγωισμού»).
Αν και
το σεξ είναι απελευθερωμένο, ο έρωτας , οι σχέσεις και ο γάμος ,που πολλές
φορές προκύπτει από αυτά, θεωρούνται σήμερα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά
χώρες »ξεπερασμένα- ντεμοντέ » κ.α. αφού υποτίθεται ότι καταπιέζουν
την ατομικότητα.Οι σύγχρονες κοινωνίες μοιάζουν να επιβεβαιώνουν το στίχο του
ποιητή :»χρησιμοποιούμε το σεξ για να αποφύγουμε τις σχέσεις». Ο σύγχρονος
άνθρωπος θέλει να αποφεύγει τις κοινωνικές ευθύνες που τον φορτώνει μια σταθερή
σχέση, αλλά επιθυμεί να μπορεί να κάνει σεξ, χωρίς ηθικές (δηλαδή κοινωνικές)
αναστολές.
Η
πεποίθηση πολλών νέων ανθρώπων ότι ανεξάρτητα από την οικονομική βάση της
κοινωνίας, σε συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας και καπιταλισμού, μπορούν να
απελευθερωθούν από την ηθική της κοινωνίας αυτής (την οικογένεια, την
τεκνοποιία, τις σχέσεις) ,είναι ένα αστισμός ο οποίος είναι προϊόν και
δημιουργός της καπιταλιστικής κοινωνίας .Ένας αστισμός που το μόνο που
κάνει είναι να αναπαράγει τη φιλελεύθερη ιδεολογία του ατομισμού που λειτουργεί
ανεξάρτητα από την υπόλοιπη κοινωνία .Αυτός είναι και ο λόγος που οι
κομμουνιστές εχθρεύονταν όλους εκείνους που θεωρούσαν πρόοδο την διάλυση της
οικογένειας και την ακατάσχετη σεξουαλική ικανοποίηση ,αποσυνεδεμένες από τον
κοινωνικό τους χαρακτήρα και την οικονομική τους βάση :» Στον έρωτα έχουν
θέση μόνο δύο πρόσωπα και έπειτα βγαίνει ένα τρίτο,μια νέα ύπαρξη. Η
πραγματικότητα αυτή περικλείει ένα κοινωνικό συμφέρον ,ένα καθήκον
προς την ολότητα»( Κλάρα Τσέτκιν, Ο Λένιν για την Γυναίκα, εκδ.Μνήμη,
σελ.28).
Σε μια
τέτοια κατάσταση ,οι νεωτερικές κοινωνίες δεν είναι μακριά από την εποχή που το
κάθε άτομο θα μπορεί, αποδεσμευμένο από τις κοινωνικές επιταγές,την οικογένεια
και τις σχέσεις, να παράγει σε εργαστήριο (μέσω κλωνοποίησης) τον
ατομικό-μοναδικό απόγονό του που θα τον πλάσει έτσι ώστε να εκπληρώσει τα
σχέδια που έχει επενδύσει πάνω του. Πρόκειται όμως για κοινωνίες που αριθμητικά
φθίνουν και θα φθίνουν όλο και περισσότερο.Ο Άλντους Χάξλεϋ είχε ήδη προβλέψει
από το 1932 την απαξίωση της οικογένειας και των σταθερών σχέσεων στις
σύγχρονες κοινωνίες.Στο περίφημο βιβλίο του »Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος’‘
,αναφέρει στην εισαγωγή:»Επίσης και η σεξουαλική ελευθεριότητα του Θαυμαστού
Καινούργιου Κόσμου δεν φαίνεται πολύ μακρινή. Σε ορισμένες αμερικάνικες πόλεις,
ο αριθμός των διαζυγίων είναι ίδιος με τον αριθμό των γάμων. Σε λίγα χρόνια οι
άδειες γάμου θα πουλιούνται όπως οι άδειες για τα σκυλιά, με δωδεκάμηνη ισχύ
και δικαίωμα αλλαγής σκύλου ή αγοράς και δεύτερου» (εκδ. Μέδουσα, Το Βήμα, σελ.
35).
Στο
μέλλον του Χάξλεϋ, λέξεις όπως »μαμά, μπαμπάς, γέννα, σχέση έρωτας, παιδιά ,
αγάπη, κ.α» είναι σχεδόν απαγορευμένες. Το σεξ είναι ελεύθερο αρκεί να μην
δεσμεύει δύο ανθρώπους -δύο ατομικότητες- και να μην είναι μέσο παραγωγής
παιδιών. Τα παιδιά παράγονται σε εργαστήριο. Οι άνθρωποι των προνεωτερικών
χρόνων, όπως λέει ένας από τους πρωταγωνιστές, ήταν πρωτόγονοι :»Τα ανθρώπινα
όντα κάποτε τεκνοποιούσαν» (σελ.65).
Έτσι
λοιπόν, παρουσιάσαμε την κυρίαρχη ατομικιστική αντίληψη ,η οποία
οδηγεί τις σύγχρονες καπιταλιστικά ολοκληρωμένες κοινωνίες ,ανεξάρτητα από το
αν βρίσκονται ή όχι σε οικονομική κρίση, στην παραγωγή όλο και λιγότερων
παιδιών.
Οι
σύγχρονες φιλελεύθερες κοινωνίες, οδηγούνται σε αριθμητική μείωση. Μια
μείωση, που αν συνδυαστεί με το γεγονός της αύξησης του προσδόκιμου μέσου όρου
ζωής, τις μετατρέπει σε »κοινωνίες γέρων».Μια τέτοια εξέλιξη ,ειδικά για τα
καπιταλιστικά κράτη που στηρίζονται στις εξαγωγές (όπως η Γερμανία) είναι
αρκετά δυσοίωνη.
Όσο
αφορά τη Γερμανία (μια χώρα ,αντιπροσωπευτικότατο παράδειγμα καπιταλιστικά
ολοκληρωμένης κοινωνίας που φθίνει αριθμητικά και στην οποία ο φιλελευθερισμός
είναι η κυρίαρχη ιδεολογία) το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι η μείωση του
ενεργά οικονομικού πληθυσμού. Αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι
εργαζόμενοι δουλεύουν ώστε να συντηρούν τον γερασμένο πληθυσμό, δεδομένου ότι
οι κεφαλαιοκράτες, όχι μόνο δεν μειώνουν το ποσοστό καπιταλιστικής εκμετάλλευσης,
αλλά αντίθετα το εντατικοποιούν και δεν αναλαμβάνουν τη συντήρηση του
γερασμένου πληθυσμού.
Στον
πίνακα,
(πηγήEurostathttp://ec.europa.eu/eurostat/statisticsexplained/index.php/Population_statistics_at_regional_level/el)
βλέπουμε τον δείκτη εξάρτησης ηλικιωμένων.Ο δεικτης αυτός μετρά τη σχέση
ανάμεσα στους ηλικιωμένους και τον ενεργό πληθυσμό.Όσο μεγαλύτερο είναι το
ποσοστό, τόσο πιο »γερασμένη» είναι η κοινωνία αυτή.Στον πίνακα φαίνεται καθαρά
ότι η Γερμανία είναι μια γερασμένη κοινωνία αφού ο δείκτης ξεπερνά το 30-35%.
Στον
πίνακα αυτό,
βλέπουμε το ποσοστό γεννήσεων ανά 1.000 κατοίκους. Στη
Γερμανία, το ποσοστό αυτό είναι κάτω από 8.0 ,πράγμα που δείχνει το πόσο μεγάλο
είναι το πρόβλημα ανανέωσης πληθυσμού .Η τάση μείωσης του πληθυσμού λόγω μείωσης
των γεννήσεων στην ανεπτυγμένη Ευρώπη , ήταν αυτό που έκανε τον κορυφαίο Γάλλο
οικονομολόγο Τομά Πικετί , να δηλώσει ότι »η ήπειρός μας μπορεί και οφείλει να
γίνει τον 21ο αιώνα μια μεγάλη γη μετανάστευσης» (Έθνος 15/9/2015).
Εννοείται
ότι η αστική τάξη σε μια τέτοια κατάσταση, δεν προτάσσει την τεκνοποιία
ως κοινωνικό καθήκον.Αντίθετα, ενθαρρύνει τον αστισμό, τον ατομισμό μέσω της
κουλτούρας, υιοθετεί και αναπαράγει το ιδεολόγημα ότι η απόκτηση απογόνων είναι
ατομικό δικαίωμα, αλλά προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της μείωσης του πληθυσμού
που προκαλεί η επικράτηση της εξατομίκευσης , με την εισαγωγή πληθυσμού από
άλλες »καθυστερημένες κοινωνίες» ,όπου η οικογένεια και η απόκτηση παιδιών
θεωρούνται ακόμα ευλογία.Η είσοδος μεταναστών στο έδαφος της Γερμανίας, λύνει
έστω και προσωρινά το πρόβλημα της μείωσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Σαν
από μηχανής Θεός μόνο τον Αύγουστο εισήλθαν στη Γερμανία 104.460 αιτούντες
άσυλο, ενώ οι προβλέψεις μιλούν για 800.000 μέχρι το τέλος του έτους.
Η
μετανάστευση ως ευλογία για τη γερμανική οικονομία είναι κάτι που δεν κρύβει η
ίδια η γερμανική άρχουσα τάξη. Ο πρόεδρος του γερμανικού συνδέσμου
εργοδοτών,´Ινγκο Κράμερ, είπε χαρακτηριστικά:» Τα επόμενα 20 χρόνια
χρειαζόμαστε πολύ περισσότερο εργατικό δυναμικό από αυτό που μπορεί να παράξει
η χώρα» (Huffpost, 4/9/2015). Μίλησε για 500.000 κενές θέσεις εργασίας, ενώ ο
Φρανγκ Γιούργκεν (διευθυντής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την Εργασία)
δήλωσε ότι χωρίς τους μετανάστες η Γερμανία θα χάσει ως το 2025 πάνω από 6,5
εκατομμύρια εργαζόμενους οι οποίοι θα συνταξιοδοτηθούν και θα πρέπει να
αντικατασταθούν. Οι εκπρόσωποι της Daimler, Siemens, BASF , δήλωσαν ότι θέλουν
να απασχολήσουν μετανάστες, ενώ ο εκπρόσωπος του ασφαλιστικού κολοσσού της
Daimler προέτρεψε το γερμανικό κράτος να εκμηδενίσει τη γραφειοκρατία που
εμποδίζει την είσοδο των μεταναστών στην εργασία.Ο διευθυντής του Βιομηχανικού
και Εμπορικού Επιμελητηρίου (DIHK) ζήτησε να μην απελαύνονται νέοι άνθρωποι
μετά τη μαθητεία διάρκειας τριών χρόνων και ο επικεφαλής του χημικού μονοπωλίου
Evonik, ζήτησε και αυτός την απλοποίηση του νόμου ώστε να εντάσσονται πιο
εύκολα οι μετανάστες.
Ο
πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών, Ούρλιχ Γκρίλο ζήτησε κάτι
παρόμοιο, και ο Γενικός Γραμματέας του Κεντρικού Συνδέσμου Γερμανών Βιοτεχνών
επιβεβαίωσε τη θέληση των Γερμανών βιοτεχνών να απασχολήσουν μετανάστες ( 902
gr, 8/9/2015).Τα παραδείγματα είναι πολλά, αυτό όμως που μπορούμε να
καταλάβουμε αμέσως, είναι ότι η γερμανική αστική τάξη, ήταν αυτή που οδήγησε το
πολιτικό προσωπικό της στην αποδοχή και ένταξη των μεταναστών.Το γεγονός ότι η
αποδοχή αυτή έγινε κατόπιν εντολής της αστικής τάξης και όχι κάτω από την
επιρροή του ανθρωπισμού των Γερμανών πολιτών, αποδεικνύεται από το ότι η ίδια η
Καγκελάριος έχει πτωτική πορεία όσο αφορά την δημοφιλία της.Η γερμανίδα αρχηγός
του κράτους, θυσίασε τη δημοφιλία της (πράγμα που μας δειχνει ότι οι Γερμανοί
σε μεγάλο ποσοστό δεν ήθελαν τους μετανάστες) προς χάρη της ικανοποίησης των
εντολών της γερμανικής αστικής τάξης.
β)
Καπιταλιστική Κρίση.
Ακόμα
μεγαλύτερη ευλογία για τον γερμανικό καπιταλισμό, είναι η χρονική στιγμή που
έτυχε να αυξηθούν ραγδαία οι μεταναστευτικές μάζες προς τη Γερμανία.Η Γερμανία,
λίγο πριν το καλοκαίρι, έδειχνε καταδικασμένη να περάσει σε επιβράδυνση της
οικονομίας της.Λίγο καιρό πριν (Μάρτης 2015), ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος
Goldman Sachs, προέβλεψε επιβράδυνση για τη γερμανική οικονομία ,και ότι το
Α.Ε.Π της θα επιβραδυνθεί στο 1% το 2015 από 1,3 το 2014
(BankinNews 15/3/2015).
Η επιβεβαίωση ήρθε μόλις δύο μήνες μετά (Μάης 2015)
όταν η έκθεση του
Ο.Ο.Σ.Α
για το πρώτο τρίμηνο του 2015 έκανε αναφορά για την επιβράδυνση της γερμανικής
αλλά και της αμερικάνικης οικονομίας .Η έκθεση λέει ότι το πραγματικό Α.Ε.Π
αυξήθηκε κατά μόλις 0,3% το πρώτο τρίμηνο ,από ανάπτυξη 0,7% τους τελευταίους
μήνες του 2014 (Καθημερινή 25/9/2015). Μέσα στο καλοκαίρι, οι προβλέψεις του
Δ.Ν.Τ ήταν επίσης δυσοίωνες για τη γερμανική οικονομία .Στην τελευταία έκθεσή
του προέβλεπε ανάπτυξη της οικονομίας 1,6% για το 2015 δηλαδή χαμηλότερα από το
1,8% που εκτιμούσε η γερμανική κυβέρνηση (Το Βήμα 14/8/2015, Ριζοσπάστης 1/8/2015).
Το
ενδιαφέρον στα νούμερα αυτά, δεν είναι τόσο στην απόδειξη επιβράδυνσης της
γερμανικής οικονομίας, όσο στο γεγονός ότι για πρώτη φορά γίνεται δημόσια
αναφορά για την πραγματική αιτία της κρίσης.Και αυτή δεν είναι άλλη, παρά από
το γεγονός ότι ο γερμανικός καπιταλισμός παράγει προϊόντα που δεν μπορεί να
πουλήσει.Πρόκειται για τη θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλισμού. Καπιταλιστική
εκμετάλλευση σημαίνει να παίρνουν οι εργάτες τέτοια αμοιβή ,που οι ίδιοι να μην
μπορούν να αγοράσουν τον πλούτο που παράγουν (οι εκθέσεις αυτές έβαλαν τέλος
και σε όλους αυτούς του Έλληνες »αναλυτές» που έλεγαν ότι η γερμανική οικονομία
επιβραδύνεται εξαιτίας του…ελληνικού προβλήματος).
Το
πρόβλημα του γερμανικού καπιταλισμού, είναι ότι στηρίζεται βασικά στις
εξαγωγές.Αν μειώνονται οι εισαγωγές των άλλων κρατών, τότε μειώνονται και οι
εξαγωγές της Γερμανίας.Στην Ευρωζώνη η στασιμότητα, και στις Η.Π.Α και Κίνα η
επιβράδυνση ,λειτουργούν αποτρεπτικά για μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης της
γερμανικής οικονομίας (για παράδειγμα, η Volkswagen εξάγει το ένα τρίτο της
παραγωγής της στην Κίνα.Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας καθώς και η
υποτίμηση του κινέζικου Γουάν κάνει τα κινεζικά προϊόντα πιο ανταγωνιστικά σε
παγκόσμιο επίπεδο, και παράλληλα απαγορευτική σχεδόν την πώληση αυτοκινήτων
στην Κίνα) .
Από
την άλλη μεριά, ο γερμανικός καπιταλισμός, δεν μπορεί να στηριχτεί στο
υποτιμημένο Ευρώ και το φτηνό πετρέλαιο.Το φτηνό πετρέλαιο σχεδόν ποτέ δεν
επιδρά στις τιμές των εμπορευμάτων , αφού οι επιχειρηματίες οικειοποιούνται τη
διαφορά για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους (δεν φθηναίνουν δηλαδή τα
προϊόντα ώστε να αυξηθεί η κατανάλωση και κατ’επέκταση η παραγωγή).Από την άλλη
μεριά το υποτιμημένο Ευρώ , κίνηση που δεν φαίνεται να προβαίνει η Ε.Ε, θα
υποτιμήσει μαζί με τις τιμές των εξαγώγιμων προϊόντων και τους μισθούς των
Γερμανών εργαζομένων, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί η γερμανική οικονομία να
εξαρτάται από τις εξαγωγές.Πρόκειται δηλαδή για θεμελιώδεις αντιφάσεις του
γερμανικού καπιταλισμού, που δεν μπορεί να λύσει το ίδιο το σύστημα που τις
γέννησε.
Γίνεται
εμφανές για τον γερμανικό καπιταλισμό, ότι δύο προοπτικές ανοίγονται για να
αυξηθεί η παραγωγή:η μία προοπτική, προβλέπει αύξηση των πραγματικών μισθών των
Γερμανών εργαζομένων ,με στόχο να τονωθεί η εσωτερική κατανάλωση και σε τελικό
επίπεδο να αυξηθεί η παραγωγή.Μόνο που ,εδώ και χρόνια, ο γερμανικός
καπιταλισμός, λειτουργεί πάνω στην εντατική εκμετάλλευση των Γερμανών
εργαζομένων και από ό,τι φαίνεται σκοπεύει να συνεχίσει στην ίδια ρότα.Μάλιστα,
όπως είπαμε, η μείωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των Γερμανών
εργαζομένων είναι και η βασική αιτία που η Γερμανία πέρασε στην επιβράδυνση της
οικονομίας της. Μπορεί η ανεργία να μειώθηκε στις αρχές του 2015 στο χαμηλότερο
επίπεδο των τελευταίων δύο δεκαετιών,αλλά σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters »ποτέ
άλλοτε η φτώχεια δεν ήταν τόσο διευρυμένη στη Γερμανία»
( Ριζοσπάστης 22/3/2015).
Η
φτώχεια, σύμφωνα με την έκθεση της Paritatische Gesamtverband (Ομοσπονδίας που
συμμετέχουν 10.000 οργανώσεις κοινωνικής αρωγής και του τομέα Υγείας)αυξήθηκε
από το 15% του 2012 ,σε 15,5 το 2013.Το 43% των μονογονεϊκών οικογενειών, και
σχεδόν το 60% των ανέργων ,ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ 1,3
εκατομμύρια άνθρωποι ,αν και εργάζονται, χρήζουν πρόσθετη οικονομική
στήριξη.Υπολογίζονται σε 2,5 εκατομμύρια τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο χωρίς
να έχουν πάρει πρωϊνό, ενώ υπάρχουν συνταξιούχοι με μισθό 180 ευρώ το μήνα.
Οι
άστεγοι αυξάνονται, ενώ η έκθεση επισημαίνει την »πλήρη αποσύνδεση» ανάμεσα στα
θετικά οικονομικά αποτελέσματα που καταγράφει η Γερμανία ,και στην άνοδο της
φτώχειας.Η ανεργία μειώθηκε, αλλά αυτό είναι αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης
των ελαστικών μορφών εργασίας ,και όχι στην πραγματική αύξηση των συνολικών ωρών
εργασίας, οι οποίες στην πραγματικότητα μειώθηκαν.Πάνω από 7,5 εκατομμύρια
εργαζόμενοι εργάζονται σε δουλειές ημιαπασχόλησης με μισθό περίπου 400 ευρώ το
μήνα.
Οι
άνθρωποι αυτοί δεν θεωρούνται άνεργοι,αλλά λαμβάνουν τέτοιους μισθούς που δεν
μπορούν να καταναλώσουν τα πλούτη που παράγει ο γερμανικός καπιταλισμός .
Μια μικρή αύξηση κατά 1,8% που δόθηκε στους κατώτατους μισθούς δεν καλύπτει το
κενό, αφού από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και ως το 2009 οι Γερμανοί
εργοδότες είχαν καταφέρει το πάγωμα των αυξήσεων. Μάλιστα, οι πραγματικοί
μισθοί σε πολλές περιπτώσεις μειώθηκαν, κάτι που αποδεικνύεται και από την
υποχώρηση της εγχώριας ζήτησης 2% από τον Αύγουστο του 2014 και μετά (μπροστά
σε αυτό το καταστρεπτικό για τον γερμανικό καπιταλισμό γεγονός, η κυβέρνηση
συμφώνησε σε κάποιες αυξήσεις με τους εργοδότες, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί
μια μικρή ανάκαμψη της κατανάλωσης.Όμως το πρόβλημα παραμένει).
Το
γερμανικό κράτος προσπαθεί να μοιράσει κάποια κοινωνικά επιδόματα με στόχο να
αυξηθεί η εσωτερική κατανάλωση και κατ’επέκταση η παραγωγή, όμως η κίνηση αυτή
δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα, αφού το ίδιο το κράτος λαμβάνει τα
χρήματά που μοιράζει από τους ίδιους τους Γερμανούς εργαζόμενους. Έτσι λοιπόν, η
προοπτική της αύξησης των μισθών με στόχο να μειωθεί το κενό ανάμεσα σε αυτά
που παράγει ο γερμανικός καπιταλισμός και σε αυτά που καταναλώνουν οι Γερμανοί
εργαζόμενοι,(να αυξηθεί δηλαδή η εσωτερική κατανάλωση) δεν είναι κάτι που
σκέπτεται η γερμανική αστική τάξη (και από ό,τι φαίνεται η γερμανική εργατική
τάξη, δεν φαίνεται διατεθημένη να την αναγκάσει να το σκεπτεί) .
Παραμένει
η Γεραμανία μια κατά βάση εξαγωγική οικονομία. Έτσι, ο γερμανικός καπιταλισμός,
στράφηκε στη δεύτερη προοπτική , που είναι η ακόμα μεγαλύτερη καπιταλιστική
εκμετάλλευση, με στόχο την ακόμα μεγαλύτερη μείωση του εργατικού κόστους. Η
γερμανική αστική τάξη μπροστά στον ενδεχόμενο επιβράδυνσης της γερμανικής
οικονομίας αντέδρασε με τον μοναδικό τρόπο που μπορούσε να αντιδράσει μια
αστική τάξη:αναπαράγοντας σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τα αίτια που προκάλεσαν την
κρίση. Προσανατολίζεται σε μια ακόμα μεγαλύτερη εντατικοποίηση της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η αστική τάξη, γνωρίζει πολύ καλά ,ότι το μόνο που
μπορεί από τη φύση της να κάνει για να ξεπεράσει την καπιταλιστική κρίση, είναι
η ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
Η
εκδήλωση της κρίσης αξιοποιείται από το κεφάλαιο για επέκταση των ελαστικών
εργασιακών σχέσεων, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων ,αποδιοργάνωση του
εργάσιμου χρόνου. Στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στην Πράγα (2009) για την
απασχόληση προτάθηκαν και πάλι η επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας, η
ημιαπασχόληση , η »προσαρμογή των ωρών του εργάσιμου χρόνου» δηλαδή η επέκταση
της 4ήμερης εργασίας , με μειωμένες αποδοχές και η »μείωση του μη μισθολογικού
κόστους» για τον εργοδότη, δηλαδή η ουσιαστική απαλλαγή του από τις
ασφαλιστικές εισφορές. Δόθηκε επίσης , έμφαση στη διευκόλυνση της κινητικότητας
των εργαζομένων από τη μια θέση εργασίας στην άλλη και από το κράτος σε κράτος
στο εσωτερικό της Ε.Ε.» (Η Διεθνής Οικονομική Κρίση και η Θέση της
Ελλάδας .Οι Θέσεις του ΚΚΕ.εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ.42).
Και, ποιός είναι
πιο ιδανικός εκμεταλλευόμενος από τον μετανάστη που μόλις γλίτωσε από
βομβαρδισμούς, και πρόθυμα θα εργαστεί για ένα κομμάτι ψωμί; Η γερμανική αστική
τάξη, αφού δεν διατίθεται να δώσει αυξήσεις ώστε να τονώσει την εσωτερική
αγορά, αξιοποιεί την κρίση για μια ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση .
Έτσι
λοιπόν είδαμε ότι η αποδοχή των μεταναστών από το γερμανικό κράτος, έγινε πάνω
στην ώρα της προοπτικής επιβράδυνσης της γερμανικής οικονομίας. Οι μετανάστες θα
αναλάβουν το ρόλο της φθηνής εργατικής δύναμης, ούτως ώστε να μπορέσει ο
γερμανικός καπιταλισμός να πουλά πιο φθηνά τα προϊόντα του και έτσι να μπορεί
να συναγωνιστεί οικονομίες εξαγωγικές που οι μισθοί παραμένουν σε πολύ χαμηλά
επίπεδα (π.χ Κίνα).
Το
γερμανικό κράτος δέχτηκε τους μετανάστες για καθαρά οικονομικούς λόγους. Με την
είσοδο των μεταναστών πετυχαίνει »με ένα σμπάρο δύο τριγώνια» :λύνει ταυτόχρονα
το πρόβλημα της τάσης μείωσης του πληθυσμού, και δέχεται φθηνό εργατικό
προσωπικό.
Το
ελληνικό μοντέλο.
Η
αντιμετώπιση της άφιξης των προσφύγων ως ελπίδα για μια οικονομία ώστε να λύσει
τα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει (πληθυσμιακό και καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης ) ,δεν είναι γερμανική πρωτοτυπία. Ο ελληνικός καπιταλισμός
έλυσε, χάρη στους πρόσφυγες του 1922 ,παρόμοια προβλήματα. Η Ελλάδα, πύκνωσε
τον πληθυσμό της σε περιοχές που κατοικούνταν από αλλόφυλους (π.χ Μακεδονία)
και ταυτόχρονα, ο προσφυγικός πλυθησμός λειτούργησε ως φθηνό εργατικό δυναμικό,
με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να καταγράψει σημαντική ανάπτυξη (από τον
Αύγουστο του 1922, μέχρι τη συμφωνία για την υποχρεωτική ανταλλαγή των
πληθυσμών ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα, είχαν ήδη φθάσει 900.000 πρόσφυγες
στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη).
Οι
αλλεπάληλλες κρίσεις του διεθνούς συστήματος (1920-22,1924, 1927,1929) έδρασαν
πάνω στην ελληνική οικονομία με τρόπο διαρκή και σωρευτικό. Η απομόνωση της ,
λόγω του παγκόσμιου πολέμου, βοήθησε την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής. Όμως,
η βασική αιτία ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, ήταν η φθηνή εργατική
δύναμη των προσφύγων. »Ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων εμφανίστηκε σαν μια
αξιόλογη και ειδικευμένη φθηνή εργατική δύναμη ,πράγμα που αποτέλεσε ένα
επιπλέον κίνητρο για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων (Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, εκδοτική Αθηνών, τόμος 35,σελ.63).
Η
παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, οδήγησε τους ξένους επενδυτές στην αναζήτηση
αγορών , και η Ελλάδα άρχισε να θεωρείται μια καλή περίπτωση. Μπορεί ,σύμφωνα
με τις στατιστικές της Κοινωνίας των Εθνών, κατά την περίοδο 1928-1938 να
σημείωσε την υψηλότερη αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής στον κόσμο (65%) μετά
την Σοβιετική Ένωση (877%) και την Ιαπωνία (73%) ,όμως η ανάπτυξη αυτή
στηρίχθηκε στην εντατική εκμετάλλευση των εργατών.
Ο
Ζολώτας έλεγε χαρακτηριστικά το 1925: »σήμερον ο εργάτης αμείβεται ολιγώτερον ή
προ του πολέμου» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,εκδοτική Αθηνών,τόμος 35,
σελ.39).Ανάπτυξη και καπιταλιστική εκμετάλλευση πορεύτηκαν παράλληλα στην Ελλάδα
μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων.»ο προσφυγικός
πληθυσμός αντιπροσώπευε ένα μεγάλο »εφεδρικό στρατό» εργασίας, χωρίς άλλη
διέξοδο, μια και η μετανάστευση είχε αποκλειστεί, πράγμα που επέτρεψε στην
ελληνική βιομηχανία να εξακολουθεί να στηρίζεται, σχεδόν κατ’αποκλειστικότητα,
στο φθηνό ημερομίσθιο.
Οι
πρόσφυγες , και κυρίως οι γυναίκες ,αποτέλεσαν σημαντικό μέρος του βιομηχανικού
εργατικού δυναμικού στον Μεσοπόλεμο, ενισχύοντας μάλιστα την κινητικότητά του,
καθώς τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης , οι πρόσφυγες μετακινούνταν αναζητώντας
καλύτερες συνθήκες βιοπορισμού:»οι πρόσφυγες» έγραφε το 1928 ο Επιθεωρητής
Εργασίας Ι.Αναπλιώτης, »ως εκ της ανάγκης εις ην ευρέθησαν ..δέχονται να
εργάζωνται με τα προσφερόμενα υπό των εργοδοτών ημερομίσθια …αποχωρούν όμως εις
πρώτην παρουσιαζόμενην ευκαιρία ..».Με δεδομένη την άνοδο του τιμάριθμου, το
πραγματικό ημερομίσθιο μειώθηκε στη δεκαετία του 1920 (σε δείκτες και με βάση
100 το 1914, το πραγματικό μέσο ανδρικό ημερομίσθιο έπεσε από 81,5 το 1919 σε
76,3 το 1928 σε μια μεγάλη κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά).(Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, τόμος 7, σελ.128).Τα ελάχιστα εργατικά
δικαιώματα των εργατών καταπατούνταν, και ο τιμάριθμος αναλάμβανε με έμμεσο
τρόπο την απαξίωση της εργατικής δύναμης. Η Ελλάδα έγινε επενδυτικός παράδεισος
και η εξαγωγές της αυξήθηκαν.
Κάτι
τέτοιο ελπίζει η αστική τάξη της Γερμανίας για τον γερμανικό καπιταλισμό.Η
Γερμανία, θα μετατραπεί σε μια καθαρά εξαγωγική χώρα στηριζόμενη στην εντατική
εκμετάλλευση των μεταναστών , με σχεδόν μηδενική εσωτερική κατανάλωση, ικανή να
συναγωνιστεί τις χαμηλές τιμές των κινεζικών εξαγωγικών προϊόντων (χαμηλές
τιμές που είναι αποτέλεσμα της εντατικής εκμετάλλευσης των Κινέζων εργατών από
τον κινεζικό καπιταλισμό). Όσο αφορά εκείνους που ισχυρίζονται ότι το εξαγωγικό
μοντέλο της Γερμανίας στηρίζεται στην »ποιότητα των εμπορευμάτων ,την
τεχνολογία και την ειδίκευση» και όχι στην υπερεκμετάλλευση των εργατών, αρκεί
να τους θυμίσουμε ότι τα γερμανικά προϊόντα δεν ήταν πάντα συνώνυμα με τη
ποιότητα και τίποτα δεν εγγυάται ότι θα εξακολουθούν να είναι.
Η
γερμανική οικονομία πέρασε (όπως τώρα περνά η Κίνα) την περίοδο της φθηνής και
ποιοτικά κατωτέρου παραγωγού, και δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει μια
επιστροφή σε μια τέτοια μορφή στην περίπτωση που η γερμανική αστική τάξη το
επιλέξει . »Εξαίσια ανοησία που είναι το πιο χαρακτηριστικό και μαζικό προϊόν
της πνευματικής βιομηχανίας της Γερμανίας ,φτήνο πράμα αλλά κακής
ποιότητας,ακριβώς όπως και άλλα βιομηχανικά προϊόντα της Γερμανίας ,μόνο που
δυστυχώς δεν αντιπροσωπεύτηκε πλάι τους στην έκθεση της Φιλαδέλφειας» (Στις 10
Μαϊου 1876 στα 100 χρόνια από την ίδρυση των Η.Π.Α στη Φιλαδέλφεια
εγκαινιάσθηκε η έκτη παγκόσμια βιομηχανική έκθεση.Ανάμεσα σε 40 χώρες που
έπαιρναν μέρος ήταν και η Γερμανία .
Ο
πρόεδρος όμως των γερμανών κριτών που διορίσθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση ,ο
διευθυντής της Βιομηχανικής Ακαδημίας του Βερολίνου καθηγητής Φ.Ριέλο
αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει ότι η γερμανική βιομηχανία καθυστερούσε σε σημαντικά
σε σύγκριση με τη βιομηχανία των άλλων χωρών και ότι κατασκευάζει φτηνά
πράγματα αλλά κακής ποιότητας. Αυτή η δήλωση προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στον
τύπο .Η εφημερίδα »Volksstaat» ειδικότερα δημοσίευσε τον Ιουλίο-Σεπτέμβριο μια
σειρά άρθρα αφιερωμένα σε αυτό το σκανδαλώδες γεγονός»(Ενγκελς ,Διαλεκτική της
Φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή,σελ.24 ).
Όμως, κάθε σύγκριση της Ελλάδας του 1922 με τη Γερμανία του 2015 σταματά σε αυτό το
σημείο. Ο γερμανικός καπιταλισμός καλείται να αντιμετωπίσει προβλήματα, που δεν
είναι σίγουρο ότι η εντατική εκμετάλλευση των προσφύγων θα λύσει.
Πρώτα
από όλα, οι πρόσφυγες του 1922 αντέδρασαν έντονα στην εκμετάλλευσή τους.Οι
πρόσφυγες Μικρασιάτες εργάτες , αν και αρχικά ,κάτω από την πίεση της
καταστροφής, δέχτηκαν να δουλέψουν για χαμηλά μεροκάματα (φουντώντας τον
ρατσισμό των ντόπιων Ελλαδιτών) στη συνέχεια αντιστάθηκαν με πείσμα ενάντια
στην υπερεκμετάλλευσή τους. Συνδικάτα δημιουργήθηκαν, οι απεργίες δυνάμωσαν,
ενώ δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου άσχετο το γεγονός ότι το Κ.Κ.Ε ενισχύθηκε
κοινωνικά και εκλογικά στις περιοχές που κατά βάση διέμεναν οι πρόσφυγες (είναι
αρκετά ενδεικτικό ότι ακόμα και σήμερα, περιοχές με προσφυγική παράδοση,
Καισαριανή, Βύρωνας, Ν.Ιωνία, Κορυδαλλός,Nίκαια, κ.α.,ενισχύουν το Κ.Κ.Ε
).Αυτοί οι εργατικοί αγώνες, αν και δεν κάλυψαν το κενό ανάμεσα σε αυτά που
παρήγαγε ο ελληνικός καπιταλισμός και σε αυτά που καταναλώνονταν από τους
εργάτες, εντούτοις, καλυτέρεψαν τη ζωή τους.
Όσο
περίεργο και αν ακούγεται αυτό, η αύξηση της κατανάλωσης που προήλθε χάρη στους
αγώνες , προκάλεσε την διεύρυνση της εγχώριας -εσωτερικής κατανάλωσης, με
αποτέλεσμα ο ελληνικός καπιταλισμός να μην παρουσιάσει τα προβλήματα που
καλείται να λύσει σήμερα ο γερμανικός καπιταλισμός. Όσο αφορά τη Γερμανία , το
ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι πρόσφυγες (που θα αποτελέσουν τον
εργατικό πληθυσμό της Γερμανίας) θα καταφέρουν να νικήσουν τον αυξανόμενο
ρατσισμό των Γερμανών και να διεκδικήσουν τον πλούτο που παράγουν . Θα
καταφέρουν να ξεπεράσουν οι ίδιοι τα στερεότυπα στα οποία θα θελήσει να τους
εντάξει ο γερμανικός καπιταλισμός;
Σε
αντίθεση με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που ανήκαν στο ίδιο έθνος με τους
εκμεταλλευτές τους(πράγμα που διευκόλυνε την ταξική τους συνειδητοποίηση), οι
Σύροι και Αφγανοί πρόσφυγες θα κλιθούν να αντιμετωπίσουν στερεότυπα που θα
δυσκολεύουν την ταξική πάλη και την συνείδησή του γεγονότος ότι προορίζονται
για φθηνή πρώτη ύλη των γερμανικών εργοστασίων (είναι ενδεικτικό ότι πολλοί
μετανάστες περνούσαν τα σύνορα της Γερμανίας φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα της
Καγκελαρίου, αποδίδοντας στον κυριότερο εκπρόσωπο του πολιτικού προσωπικού της
γερμανικής αστικής τάξης, »ανθρωπιστικά ιδεώδη» ) .
Ήδη σε
μεγάλο βαθμό, στη Γερμανία (αλλά και σε άλλες καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες)
έχει αρχίσει να δημιουργείται μια διαστρωμάτωση -τύπου κάστας- που στηρίζεται
στο ρατσισμό και συνδέει τις εθνικότητες με τις τάξεις. Οι ολιγάριθμοι πλούσιοι
ή ευκατάστατοι Γερμανοί, που έχουν περισσότερες ευκαιρίες για μόρφωση και
κοινωνίκη καταξίωση ,καταλαμβάνουν την κορυφή της πυραμίδας. Ακριβώς από κάτω
τους, στο ενδιάμεσο στρώμα, βρίσκονται οι φτωχοί Γερμανοί καθώς και οι
μετανάστες που ζουν από καιρό στη Γερμανία και θεωρούνται »κοινωνοί του
γερμανικού πολιτισμου».
Οι μετανάστες αυτοί αναλαμβάνουν για χάρη του γερμανικού
καπιταλισμού την οργάνωση της εκμετάλλευσης του προσφυγικού -μεταναστευτικού
εργατικού δυναμικού.
Τέλος,
στο χαμηλότερο στρώμα, κατατάσσονται οι μετανάστες που καταφθάνουν χωρίς καν να
γνωρίζουν τη γλώσσα, και είναι ικανοί μόνο για να πουλήσουν φθηνά την εργατική
τους δύναμη.Το φτωχό αυτό στρώμα, αν δεν αποκτήσει ταξική συνείδηση ,θα
ταυτιστεί με την »πολιτιστική καθυστέρηση» (ταύτιση που κάνουν όχι μόνο οι
Γερμανοί πολιτικοί ,αλλά οι ευρωανθρωπιστές) και μοιραία θα συνδεθεί με την
ανέχεια και με ό,τι αυτή συνοδεύεται (παρανομία, εγκληματικότητα, »έλλειψη
πολιτισμού»).
Το
στρώμα αυτό ,αν δεν αποδόσει στον εαυτό του ταξική ταυτότητα (αν δηλαδή
αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό του »αναξιοπαθούντα καθυστερημένου μουσουλμάνου» που
προσπαθούν να του αποδόσουν ευρωανθρωπιστές και Γερμανοί καπιταλιστές) είναι
καταδικασμένο να εγκατασταθεί σε »φυλετικά γκέτο» που αναπαράγουν τη φτώχεια
,καθώς και τα ρατσιστικά στερεότυπα που καλύπτουν ιδεολογικά την απαξίωση της
εργατικής δύναμης των προσφύγων. Με λίγα λόγια, υπάρχει ο κίνδυνος για τους
μετανάστες που πηγαίνουν στη Γερμανία, τα προϊόντα της φτώχειας τους
(εγκληματικότητα, έλλειψη μόρφωσης), να μην αποδοθούν στην ταξική διάρθρωση
της γερμανικής οικονομίας ,αλλά σε φυλετικούς παράγοντες,φουντώνοντας ακόμα
περισσότερο τον ρατσισμό. Ο ρατσισμός , θα λειτουργήσει με τη σειρά του έτσι
ώστε να διατηρηθεί φθηνή η εργατική δύναμη , και με τον τρόπο αυτόν να
διατηρηθεί η φτώχια των μεταναστών.Μια φτώχια που πάλι με τη σειρά της θα
ενισχύσει τα ρατσιστικά στερεότυπα κ.ο.κ
Πρόκειται
δηλαδή για έναν φαύλο κύκλο, που οι μετανάστες θα σπάσουν με μεγάλη δυσκολία
.Τα γκέτο που θα δημιουργηθούν (ο φυσικός χώρος δηλαδή που ανακυκλώνει το
στερεότυπο μειονότητας-φτώχιας-ρατσισμού), θα αποδοθούν, όχι στην
καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά στην »φυσική ροπή των αλλοδαπών για εγκληματικότητα»
.Όλο και πιο συχνά θα ακούμε τους ρατσιστές να λένε, ότι οι μετανάστες
έφτιαξαν γκέτο (όπου ανθεί η εγκληματικότητα και η έλλειψη μόρφωσης) ,όχι
επειδή είναι φτωχοί, αλλά γιατί είναι »απολίτιστοι τριτοκοσμικοί». Μια τέτοια
οπτική των πραγμάτων , αν επικρατήσει, θα ευννοήσει ,όχι ταξικές, αλλά
»πολιτιστικές συγκρούσεις» ανάμεσα σε φτωχά στρώματα διαφορετικών πολιτισμών.
Ασφαλώς
μια τέτοια κατάσταση, ικανοποιεί τη γερμανική αστική τάξη και τους συμμάχους
της ( στην Ελλάδα, αν και στις φτωχές προσφυγικές συνοικίες αναπτύχθηκε η
εγκληματικότητα, πράγμα που αντανάκλασε η κουλτούρα του ρεμπέτικου, η
εγκληματικότητα αυτή δεν συνδυάστηκε γενικά με τους Ελληνες-δεν θα μπορούσε. Το
γεγονός αυτό βοήθησε την ταξική συνειδητοποίηση των προσφύγων). Για να
καταλάβει κανείς το πως η σύνδεση ρατσισμού – καπιταλιστικής εκμετάλλευσης έχει
δημιουργήσει φυλετικά γκέτο που αναπαράγουν τη σχέση αυτή , δεν έχει παρά να
ρίξει μια ματιά στα γκέτο των νέγρων (της βασικής δηλαδή εργατικής δύναμης) των
Η.Π.Α. Δεν είναι καθόλου παράξενο ,αλλά τέτοιου είδους γκέτο μειονοτήτων
μεταναστών, έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται και στη Γερμανία (αλλά και στη
Σουηδία, Αγγλία κ.α) .
Ο
δεύτερος λόγος που δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τη Γερμανία του 2015, και την
Ελλάδα του 1922, είναι η κατάσταση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ελληνική
οικονομία , ως μια μικρή αναπτυσσόμενη οικονομία, ευννοήθηκε από την παγκόσμια
καπιταλιστική κρίση, αφού έγινε ιδανικός τόπος εισαγωγής επενδυτικών κεφαλαίων
που λόγω κρίσης είχαν αποσυρθεί από τα άλλα μέρη της γης. Το παγκόσμιο
επενδυτικό κεφάλαιο επένδυσε στην Ελλάδα, αφού η άφιξη φθηνού εργατικού
δυναμικού, έκανε τις επενδύσεις αυτές σχετικά ασφαλείς.
Το
ίδιο πράγμα δεν συμβαίνει στη Γερμανία.Η Γερμανία είναι ήδη μια μεγάλη
οικονομία, και η ενδεχόμενη μείωση της εσωτερικής αγοράς (λόγω της επερχόμενης
υπερεκμετάλλευσης των μεταναστών) δεν κάνει ευνοϊκή κάθε είδους επένδυση.Ο
Μάρσελ Φράτσερ του οικονομικού ινστιτούτου DIW της Γερμανίας εκτιμά ότι η
Γερμανία ήδη στερείται ετησίως επενδύσεις 80 δις ευρώ εξαιτίας της υποχώρησης
των δαπανών σε υποδομή και τεχνολογικό εξοπλισμό από τον δημόσιο και ιδιωτικό
τομέα κατά τις τελευταίες δεκαετίες (Καθημερινή 10/10/2014). Το γερμανικό
κράτος , προσπαθεί μέσω κάποιων επιδομάτων να τονώσει την εσωτερική κατανάλωση
(και κατ’επέκταση τις επενδύσεις) αλλά ο γερμανικός καπιταλισμός παράγει πολύ
περισσότερα από αυτά που καταναλώνονται .Άλλωστε, η κεντρική γερμανική πολιτική
στρέφεται σε μια ολοένα και μεγαλύτερη μείωση των κοινωνικών επιδομάτων.
Η μόνη
λύση για τον γερμανικό καπιταλισμό (μια λύση πρόσκαιρη και εφήμερη μέχρι την
επόμενη κρίση) θα ήταν να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό η ταξική πάλη στη
Γερμανία, ώστε να αυξηθεί η κατανάλωση και να μειωθεί η κρίση συσσώρευσης
κεφαλαίου. Όμως, όπως έχει σωστά επισημανθεί από χρόνια πριν, η ίδια η
εκμετάλλευση των εργατών που δημιουργεί τις κρίσεις, είναι στην ίδια τη φύση
του συστήματος αυτού. Κανένας καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει μόνος του τα
προβλήματα που αυτός δημιουργεί. Συνεπώς, η όξυνση της κρίσης και η ακόμα
μεγαλύτερη επιβράδυνση (και στη συνέχεια μείωση) της γερμανικής παραγωγής ,θα
πρέπει να θεωρείται δεδομένη.Ακομα και αν (ή μάλλον ακριβώς επειδή) οι
μετανάστες δουλέψουν σαν δούλοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου